ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ
Αν κάποιος ψυχαναλυτής κατόρθωνε να προχωρήσει στην ψυχολογία των εθνών, βάσει της ιστορικής διαδρομής και της διαχρονικής πολιτικής του καθενός απ’ αυτά στον διάβα των αιώνων, δεν θα δυσκολευόταν να εντοπίσει τη συμπλεγματική γερμανική συμπεριφορά απέναντι σε οτιδήποτε το ελληνικό.
Κι αν η Γερμανία –είτε ως συνονθύλευμα φυλών είτε ως κεντροευρωπαϊκή αυτοκρατορία είτε ως σύγχρονο κράτος– έχει γεννήσει κάποιους φιλέλληνες με ειλικρινή αγάπη προς το ελληνικό ιδεώδες, δεν πρόκειται παρά για μεμονωμένες περιπτώσεις, λιγοστές εξαιρέσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα σε μια σχέση χιλίων πεντακοσίων χρόνων που από τη γερμανική πλευρά είναι έμπλεη παρασκηνιακών μεθοδεύσεων και ωμών διπλωματικών ενεργειών, ενόπλων επιθέσεων και εισβολών, κλοπών και καταστροφών.
Τα βαρβαρικά φύλα
«Το έθνος προϋπάρχει του κράτους και εμπεριέχεται σε αυτό», σημείωνε ο ιστορικός και φιλόσοφος Χομπσμπάουμ στο Έθνη και εθνικισμός, με αφορμή τη γένεση των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών τον 18ο αιώνα. Ένα απ’ αυτά ήταν και το γερμανικό, που απέκτησε κρατική υπόσταση το 1871, υπό το φάντασμα του Ναπολέοντα και τις ήττες των γερμανικών κρατιδίων από τον Κορσικανό αλλά και την άνοδο του γερμανικού εθνικισμού ως αποτέλεσμα των νικηφόρων πολέμων της Πρωσίας επί της Αυστρίας και στη συνέχεια επί της Γαλλίας. Ως έθνος, βέβαια, οι Γερμανοί προϋπήρχαν, καθώς επί αιώνες είχαν δημιουργήσει στους κόλπους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συλλογική μνήμη και κοινή γλώσσα και πολιτιστική ταυτότητα.
Οι σύγχρονοι Γερμανοί αντλούν την ιστορική καταγωγή τους από τα γερμανικά - βαρβαρικά φύλα των μεγάλων μεταναστεύσεων του 4ου και του 5ου αιώνα. Πιεζόμενοι από άλλους λαούς, αυτοί οι νομαδικοί πληθυσμοί εγκατέλειπαν τους τόπους τους και εξέδραμαν προς την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη αλλά και τα Βαλκάνια. Οι Γότθοι ήταν οι πρώτοι Γερμανοί που ήρθαν σε επαφή με την Ελλάδα και τον ελληνικό πληθυσμό. Αν και ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό με πρωτοβουλία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ουαλέντου, δανείστηκαν στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου για να ενισχύσουν το απλοϊκό δικό τους –η μετάφραση-αντιστοιχία του ελληνικού αλφαβήτου με το γοτθικό θεωρείται το παλαιότερο χειρόγραφο της γερμανικής φιλολογίας– και παρόλο που τους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στην περιοχή της Βόρειας Βουλγαρίας, εκείνοι επαναστάτησαν κατά των Βυζαντινών. Περίπου μισό εκατομμύριο βάρβαροι πολεμιστές συνέτριψαν τις κατά πολύ λιγότερες αριθμητικά δυνάμεις της Αυτοκρατορίας στη μάχη της Αδριανούπολης το 378, στην οποία σκοτώθηκε και ο Αυτοκράτορας Ουάλης, και στη συνέχεια ξεχύθηκαν στην ελληνική γη λεηλατώντας, σφάζοντας και αρπάζοντας.
Η γοτθική επιδρομή στην Ελλάδα θα κορυφωθεί στα χρόνια του Αλάριχου. Ο Βησιγότθος στρατάρχης και οι εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες του θα ισοπεδώσουν την Ελλάδα τη διετία 395-396, διαλύοντας πρώτα τις ρωμανικές δυνάμεις στις Θερμοπύλες τον Νοέμβριο του 395. Πέραν των λεηλασιών και των σφαγών σε βάρος του πληθυσμού, οι Βησιγότθοι θα καταστρέψουν εκατοντάδες αρχαιοελληνικά μνημεία, ανάμεσα σε αυτά τους ναούς της Δήμητρας στην Ελευσίνα και του Δία στην Ολυμπία, όπως υποστηρίζουν ο Ζώσιμος και ο Αμιαννός Μαρκελλίνος στις περιγραφές τους.
Πέραν της δεδομένης απειλής τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Γότθους (Βησιγότθοι στη Δύση, Οστρογότθοι στην Ανατολή), τους Γέπηδες, τους Αλαμανούς, τους Σουηβούς, τους Σάξονες, τους Φράγκους, τους Βανδάλους, γερμανική εμπλοκή υπήρχε σε κάθε απόπειρα εις βάρος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ακόμα και στην ορδή του Αττίλα, που θεωρείται η πρώτη μεγάλη απειλή της Ασίας ενάντια στην Ευρώπη μετά την έλευση του Χριστιανισμού, συμμετείχαν πλήθος γερμανικών φυλών, ενώ ο ίδιος ο υπασπιστής του αιμοδιψούς Ούννου, ο Ορέστης, ήταν Αλαμανός από τη Σιλεσία.