Το πόρισμα του ανακριτή Φούκα «φωτίζει» τη σύγκρουση Αμερικανών – Ρώσων για τον έλεγχο της Ελλάδας.
Ο Καραμανλής έπεσε. Ο Παπανδρέου έφερε το μνημόνιο. Οι αγωγοί ποτέ δεν έγιναν. Και ο πρώην πρωθυπουργός σιώπησε –μάλλον για πάντα!
Ρεπορτάζ Σπύρος Νάννος
Το πόρισμα του ανακριτή Φούκα για το σχέδιο δολοφονίας του Κώστα Καραμανλή, τις υποκλοπές στη Vodafone και τις διαρροές εγγράφων από την ΕΥΠ, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επί των ημερών του πρώην πρωθυπουργού υπήρξε ένας αθέατος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που οδήγησε στην ανατροπή Καραμανλή, στον ερχομό του Παπανδρέου και στη μνημονιακή κατοχή.
Με βάση όλα τα στοιχεία του πορίσματος (που είναι στα χέρια του «Crash»), ο Καραμανλής ήρθε σε πλήρη σύγκρουση με τον αμερικανικό παράγοντα, θεωρήθηκε «εχθρός» λόγω των σχέσεων που ανέπτυξε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και προκάλεσε την οργή της Ουάσιγκτον λόγω της στενή παρακολούθησης όλων των διπλωματών της από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Η ανάκριση απέδειξε ότι η CIA παρακολουθούσε πλήρως τα τηλέφωνα και τις κινήσεις Καραμανλή. Η αμερικανική πρεσβεία και φυσικά το αρμόδιο τμήμα του State Department ανησυχούσε για τις στενές επαφές του με τον ρώσο πρόεδρο και τους διαύλους που είχε ανοίξει η ΕΥΠ με τη ρωσική μυστική υπηρεσία.
Σε κάποια φάση –σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα που διαθέτει το «Crash»- οι μεν ρώσοι τον προειδοποίησαν ότι παρακολουθείται, οι δε αμερικανοί του είπαν ορθά-κοφτά ότι «χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να έχει ανεξάρτητες σχέσεις με τη Μόσχα και να αγοράζει από εκεί οπλικά συστήματα».
Κάποιοι πολιτικοί παρατηρητές υποστηρίζουν ότι το πόρισμα Φούκα και το βούλευμα που ακολούθησε, παρουσιάζει τον Καραμανλή ως πολιτικό – θύμα, που ανατράπηκε επειδή επέδειξε πατριωτισμό και συγκρούσθηκε σε όλα τα εθνικά θέματα. Αυτό ως ένα σημείο είναι αληθές, αλλά δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις ευθύνες του για την τιμωρητική διάθεση που επέδειξαν οι ξένοι απέναντι στη χώρα.
Επίσης, διαφαίνονται οι λόγοι για τους οποίους παραμένει σιωπηλός, αθόρυβος και έξω ουσιαστικά από την κεντρική πολιτική σκηνή. Είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψει σε μια περιοχή που ελέγχεται πλήρως από εκείνους που φρόντισαν να απομακρυνθεί. Φοβάται ακόμη ότι μπορεί να ανασυρθούν ευθύνες του για την «ανεπάρκεια δανεισμού» και το μνημόνιο, στο οποίο οδηγήθηκε η πατρίδα λόγω του αστρονομικού χρέους.
Ορισμένες πηγές του «Crash» υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει πλέον δυσαρέσκεια του αμερικανικού παράγοντα προς το πρόσωπό του. Είναι μεγάλο λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι αμερικανοί δεν θυμούνται τις φιλορωσικές επιλογές του και τα ραντεβού του (χωρίς ενημέρωση των δυτικών) με τον Πούτιν.
Άλλωστε, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που είπε «Όχι» σε Τσίπρα – Καμμένο στο να κατέβει υποψήφιός τους για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Άλλωστε, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που είπε «Όχι» σε Τσίπρα – Καμμένο στο να κατέβει υποψήφιός τους για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το βούλευμα παραπέμπει 4 άτομα, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα φθάσουν στο εδώλιο, αφού κανείς δεν θέλει πλέον να τα χαλάσει με τους αμερικανούς και να ακουστεί σε αίθουσα δικαστηρίου ότι ο ένας σύμμαχος παρακολουθούσε τον άλλο. Γι αυτό άλλωστε η ΕΥΠ δεν παρέδιδε στον ανακριτή Φούκα τα στοιχεία που ζητούσε. Επικαλείται το απόρρητο της Υπηρεσίας ή καθυστερούσε ή αγνοούσε τα αιτήματα. Λέγεται, μάλιστα, ότι τόσο ο Ρουμπάτης όσο και ο Προκόπης Παυλόπουλος (στενός φίλος του Καραμανλή) εκτόνωσαν και αποσυμφόρησαν την κατάσταση με την Υπερδύναμη.
Δύο χρόνια και πλέον μετά την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας από τον Ανακριτή Διαφθοράς Δημήτρη Φούκα και μετά από περιπετειώδη αντιδικία μεταξύ δύο δικαστικών συμβουλίων, βγήκε το βούλευμα για το «Σχέδιο Πυθία» στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με τέσσερις κατηγορούμενους.
Συγκεκριμένα, παραπέμπει τον ελληνοαμερικανό πρώην αξιωματούχο της CIA, William Basil, με βαρύτατες κατηγορίες κατασκοπείας και παραβίασης των μυστικών της Πολιτείας, τον πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Μιχάλη Καρχιμάκη, με την κατηγορία της υποκλοπής εγγράφων μείζονος εθνικής σημασίας και της παραβίασης μυστικών της Πολιτείας, καθώς και δύο στελέχη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (την Α. Παπ. Και τον Θ. Σπ.) για τους ίδιους λόγους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα των τριών τελευταίων κατηγορουμένων να παραστούν αυτοπροσώπως στη συνεδρίασή του, ενώ εκ μέρους του Μιχάλη Καρχιμάκη κατατέθηκε προσφυγή στο ίδιο Συμβούλιο, με την οποία ζητούσε να κριθεί ως παράνομο ηχογραφημένο υλικό συνομιλίας του με στελέχη της ΕΥΠ. Αυτό το υλικό με βάση το βούλευμα τεκμηριώνει την ενοχή του.
Παράλληλα, το βούλευμα, θέτοντας στο αρχείο το σκέλος της δικογραφίας για τους άγνωστους δράστες, φωτογραφίζει πολύ προσεκτικά και διακριτικά (και διατυπωμένα κομψά) την εμπλοκή των αμερικανών και ειδικότερα της CIA, πίσω από όλες τις ενέργειες σε βάρος της κυβέρνησης Καραμανλή.
Η μεγάλη και προφανώς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ανεύρεσης του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου, ίσως επιβεβαιώνει εκείνους που ισχυρίζονται ότι πίσω από όλες αυτές τις ενέργειες και την στασιμότητα, υποκρύπτεται πολιτική σκοπιμότητα, που αποβλέπει στην εξεύρεση τρόπου αρχειοθέτησης και περιθωριοποίησης της όλης υπόθεσης. Δηλαδή, δεν θέλουμε για λόγους εθνικού συμφέροντος και αποφυγής θορύβου και εντάσεων, να κοντράρουμε τους αμερικανούς σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, που η χώρα μας αναζητά υποστήριξη από τις μεγάλες δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση αυτής της υπόθεσης δεν θα ήταν και δεν είναι καθόλου εύκολη. Από τη μια μεριά υπάρχουν αποδείξεις εμπλοκής αμερικανών αξιωματούχων στο σκάνδαλο των υποκλοπών στη Vodafone, από την άλλη, όλα δείχνουν ότι παρακολουθούσαμε την αμερικανική πρεσβεία. Δεν επιθυμούμε να επηρεαστούν αρνητικά οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Από τον Άννα στον Καϊάφα
Αρχικά, η ογκώδης δικογραφία δρομολογήθηκε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας και μετά από έναν περίπου χρόνο, τον Οκτώβριο του 2016, η εισαγγελέας Πρωτοδικών Μαρία – Σοφία Βαΐτση φέρεται να υπέβαλε την πρότασή της για παραπομπή σε δίκη τεσσάρων κατηγορουμένων και συγκεκριμένα του Αμερικανού αξιωματούχου William Basil, για το αδίκημά της μέσω τηλεφωνικών υποκλοπών απόπειρας διακεκριμένης κατασκοπείας κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της χώρας μας και σε βαθμό κακουργήματος, δύο υπαλλήλων της ΕΥΠ (Θ. Σπ. και Α. Πατ.) για το αδίκημα της παραβίασης μυστικών της Πολιτείας κατ’ εξακολούθηση και του πρώην υπουργού και βουλευτή Μιχάλη Καρχιμάκη για ηθική αυτουργία στην τελευταία αναφερόμενη πράξη, δηλαδή η εισαγγελική πρόταση συμπίπτει απόλυτα και με την απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.
Το συγκεκριμένο Δικαστικό Συμβούλιο φέρεται ότι προχώρησε τότε στην εξέταση της δικογραφίας προκειμένου να κρίνει και να αποφασίσει επί της πρότασης της εισαγγελικής λειτουργού, αλλά με βούλευμά του δήλωσε αναρμόδιο, παραπέμποντας την όλη υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών, κρίνοντας ότι εκείνο είναι αρμόδιο να επιληφθεί και να εκδώσει σχετική απόφαση.
Μετά από εύλογο χρονικό διάστημα και αφού η δικογραφία διαβιβάσθηκε στο μέγαρο του Εφετείου Αθηνών, ο εισαγγελέας Εφετών Παναγιώτης Πούλιος υπέβαλε στο Συμβούλιο Εφετών τη δική του πρόταση, που δεν σχετιζόταν με τους κατηγορουμένους, αλλά με την αρμοδιότητα, ζητώντας να επιστραφεί η δικογραφία στην Ευελπίδων με το σκεπτικό ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να κρίνει και να αποφασίσει, αφού τα αδικήματα πρέπει να παραπεμφθούν σε Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και όχι στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Μετά από εύλογο χρονικό διάστημα και αφού η δικογραφία διαβιβάσθηκε στο μέγαρο του Εφετείου Αθηνών, ο εισαγγελέας Εφετών Παναγιώτης Πούλιος υπέβαλε στο Συμβούλιο Εφετών τη δική του πρόταση, που δεν σχετιζόταν με τους κατηγορουμένους, αλλά με την αρμοδιότητα, ζητώντας να επιστραφεί η δικογραφία στην Ευελπίδων με το σκεπτικό ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να κρίνει και να αποφασίσει, αφού τα αδικήματα πρέπει να παραπεμφθούν σε Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και όχι στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 650/2017 βούλευμά του κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η παρέμβαση του Αρείου Πάγου. Έτσι, το Συμβούλιο του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, επιλύοντας τη διαφωνία μεταξύ των δύο Δικαστικών Συμβουλίων, που έκριναν εαυτά καθ’ ύλην αναρμόδια, με το 1097/2017 βούλευμά του έκρινε ως αρμόδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, στο οποίο και κατέληξε οριστικά, προκειμένου αυτό να επιληφθεί του παραπέρα χειρισμού και της κρίσης επί της συγκεκριμένης ογκωδέστατης, πολύκροτης και ίσως της πλέον σημαντικής και ευαίσθητης για την Ελληνική Δικαιοσύνη δικογραφίας των τελευταίων δεκαετιών.
Η συγκεκριμένη και επίμαχη υπόθεση αφορά τρεις δικογραφίες, το «Σχέδιο Πυθία 1», τις υποκλοπές στο δίκτυο της Vodafone και τη διαρροή εγγράφων από την ΕΥΠ, οι οποίες, με την επιμονή του καθόλα αξιόλογου ανακριτή Δημήτριου Φούκα, συνενώθηκαν στην πορεία των ερευνών σε μία, ενώ είναι πολύ πιθανό να αποτελέσουν ξανά ξεχωριστές υποθέσεις, με διαφορετικές εξελίξεις και καταλήξεις.
Το καθοριστικής σημασίας πόρισμα του ανακριτή Δημήτριου Φούκα
Τόσο η εισαγγελική πρόταση όσο και η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, βασίστηκαν βεβαίως στο καθόλα πλήρες και σαφές 28σέλιδο ανακριτικό πόρισμα του Δημητρίου Φούκα, ο οποίος ολοκλήρωσε το ανακριτικό του έργο τον Ιούνιο του 2015 και μετά από τρία σχεδόν χρόνια επίμονης και συνεχούς προσπάθειας, καθώς και εξαντλητικών ερευνών προς κάθε κατεύθυνση. Το καθοριστικής σημασίας περιεχόμενό του περιέχει πολλά ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά στοιχεία, ενώ συσχετίζεται και αγγίζει άκρως ευαίσθητα θέματα των υπηρεσιών πληροφοριών, που σίγουρα προσδίδουν πρόσθετες διαστάσεις και ενδεχομένως προκύπτουν νέες ευθύνες και κολάσιμες πράξεις, κυρίως μέσα από τις προεκτάσεις και περιφερειακές εμπλοκές αρκετών πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων. Τα κύρια σημεία του συγκεκριμένου και τόσο ενδιαφέροντος πορίσματος είναι τα ακόλουθα:
Ως προς το «Σχέδιο Πυθία 1», ο ανακριτής παρέλαβε την προανακριτική εξέταση που διενήργησε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Νικόλαος Ορνεράκης, από τον οποίο και ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά αγνώστων για το αδίκημα των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας, ήτοι της συνωμοσίας σε διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος και σε αποστέρηση του πρωθυπουργού από την ενάσκηση της εξουσίας, που του παρέχει το Σύνταγμα, κατά τις διατάξεις σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Το εισαγγελικό πόρισμα του Νικολάου Ορνεράκη βασίστηκε στις αναφορές και στους συσχετισμούς των δημοσιευμάτων του περιοδικού ΕΠΙΚΑΙΡΑ (στα τεύχη 87/16-6-2011, 88/23-6-2011 και 90/7-7-2011), καθώς και στα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες Σπυρίδων Τρίψας, Σωτήριος Σταθόπουλος, Προκόπιος Παυλόπουλος, Κωνσταντίνος Μπίκας, Ιωάννης Κοραντής, Σεραφείμ Τσιτσιμπής, Φιλιππιάδα Γιωμελάκη – Παλαιολόγου, Κωνσταντίνος Κοντέλας και Αλέξανδρος – Γεώργιος Ρόντος.
Το εισαγγελικό πόρισμα του Νικολάου Ορνεράκη βασίστηκε στις αναφορές και στους συσχετισμούς των δημοσιευμάτων του περιοδικού ΕΠΙΚΑΙΡΑ (στα τεύχη 87/16-6-2011, 88/23-6-2011 και 90/7-7-2011), καθώς και στα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες Σπυρίδων Τρίψας, Σωτήριος Σταθόπουλος, Προκόπιος Παυλόπουλος, Κωνσταντίνος Μπίκας, Ιωάννης Κοραντής, Σεραφείμ Τσιτσιμπής, Φιλιππιάδα Γιωμελάκη – Παλαιολόγου, Κωνσταντίνος Κοντέλας και Αλέξανδρος – Γεώργιος Ρόντος.
Αρχικά και με βάση το περιεχόμενο της δικογραφίας, οι ενδείξεις που οδήγησαν στην άσκηση της ανωτέρω αναφερόμενης δίωξης, δεν επιβεβαιώνονταν από άλλα αποδεικτικά μέσα και η συλλογή σχετικών αποδείξεων προβλεπόταν εξαιρετικά δυσχερής. Όμως, μετά την πάροδο μερικών μηνών, δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Wikileaks μεγάλος αριθμός εμπιστευτικών και ευαίσθητων εγγράφων των διπλωματικών αποστολών των ΗΠΑ σε διάφορες χώρες, η αυθεντικότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Αρκετά από αυτά τα έγγραφα συντάχθηκαν και απεστάλησαν στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ από την πρεσβεία τους στην Αθήνα και το περιεχόμενο κάποιων συνέπιπτε εν πολλοίς με το ουσιαστικό περιεχόμενο και τις σχετικές ενδείξεις της υπόθεσης.
Έτσι, ο ανακριτής φέρεται να επέμεινε στην περαιτέρω εξέταση της βασιμότητας των συγκεκριμένων πληροφοριών, προχωρώντας στις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις και εξασφαλίζοντας συνεχή επαφή και συνεργασία με πρόσωπα που ανήκαν ή κινούνταν στον χώρο των υπηρεσιών πληροφοριών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα φαίνεται ότι περιήλθαν πληροφορίες και στοιχεία που αφορούσαν την παρουσία και δράση επιχειρησιακού στελέχους της CIA, με πολυετή παρουσία στην Ελλάδα, στο οποίο οι πηγές απέδιδαν συμμετοχή σε κάποιες από τις υπό έρευνα ενέργειες και στην υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών της Vodafone, καθώς επίσης και στη διαρροή απορρήτων και ευαίσθητων εγγράφων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας περαιτέρω διερεύνησης της όλης υπόθεσης, εξετάστηκαν επί πλέον οι μάρτυρες Γεώργιος Κωνσταντινίδης, Βασίλειος Κουτσός, Χρήστος Φώλιας, Αναστάσιος Πάλλης, Ευγενία Λεβογιάννη, Γεώργιος Τρεπεκλής, Κωνσταντίνος Αγγελάκης, Φώτιος Λυρόπουλος, Βίκτωρ Ρέστης, Ιωάννης Βαληνάκης και οι προταθέντες μάρτυρες υπεράσπισης Φίλιππος Πετσάλνικος, Δημήτριος Ρέππας και Κωνσταντίνος Βαξεβάνης, ενώ εκδόθηκαν βουλεύματα, με τα οποία διετάχθη η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τον Γεώργιο – Αλέξανδρο Ρόντο και για τον Αριστείδη Καρατζά.
Λόγω κάποιων κοινών στοιχείων μεταξύ των υποθέσεων «Σχέδιο Πυθία 1» και των υποκλοπών στη Vodafone, αποφασίστηκε αρμοδίως η συνανάκριση των δύο δικογραφιών. Μέσα από τις συνεχείς και επίμονες προσπάθειες, ανακριτικές πράξεις και επαφές του ανακριτή, φαίνεται να προέκυψε ότι ο υπήκοος ΗΠΑ και αξιωματούχος της CIA, William Basil του George, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2004 μέχρι τον Μάρτιο του 2005, με πρόθεση και παράνομα επιχείρησε να περιέλθουν σε γνώση του ειδήσεις από τις αναφερόμενες στο άρθρο 146 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή αυτές που τα συμφέροντα της Ελληνικής Δημοκρατίας επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητες απέναντι σε ξένη κυβέρνηση, αποβλέποντας να τις διαβιβάσει σε άλλον, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο τα συμφέροντα του Κράτους. Η εμπλοκή – ενοχή του ανωτέρου αμερικανού αξιωματούχου αποδεικνύεται από την αγορά τεσσάρων συγκεκριμένων τηλεφωνικών συνδέσεων και επίσης τεσσάρων συσκευών κινητής τηλεφωνίας, που πραγματοποίησε η σύζυγός του Irene Basil, την 8-6-2004, από το επί της Ακτής Μιαούλη, αρ. 31, κατάστημα ειδών κινητής τηλεφωνίας στον Πειραιά, υπάλληλος του οποίου την αναγνώρισε ως το πρόσωπο που έκανε τη συναλλαγή – αγορά, με δηλωθέντα στοιχεία ταυτότητας Πέτρου Μάρκος, στη σχετική απόδειξη. Οι τρεις από τις παραπάνω τηλεφωνικές συνδέσεις και αντίστοιχα οι τρεις συσκευές, συμπεριλαμβάνονται στο σύνολο των 14 τηλεφώνων – σκιών που χρησιμοποιήθηκαν στις υποκλοπές στο δίκτυο της Vodafone. Η τέταρτη όμως τηλεφωνική σύνδεση χρησιμοποιήθηκε και σε άλλη συσκευή, στην οποία ενεργοποιήθηκε και έτερη τηλεφωνική σύνδεση, με στοιχεία συνδρομή την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα.
Με αυτό τον τρόπο, αποκαλύφθηκε ότι ο William Basil, ενεργώντας από κοινού με άλλους αγνώστους συναυτουργούς του και προφανώς για λογαριασμό υπηρεσίας των ΗΠΑ, υπέκλεπτε το περιεχόμενο των τηλεφωνικών επικοινωνιών προσώπων – στόχων, μέσω του δικτύου της Vodafone, της οποίας τα πρόσωπα ήταν συνδρομητές. Ειδικότερα, με τη χρήση εξειδικευμένου και ιδιαίτερα εξελιγμένου λογισμικού, το οποίο εγκαταστάθηκε στα ψηφιακά κέντρα ΚΗΦΙΣΣΟΣ 1 (MEAKS), ΚΗΦΙΣΣΟΣ 2 (MEAKF), ΠΑΙΑΝΙΑ 1 (ΜΕΑΠΑ) και ΠΕΙΡΑΙΑ (MEAP5) της Vodafone, με τρόπο που δεν έχει προσδιοριστεί, αφού μπορούσε να εγκατασταθεί με τοπική – φυσική σύνδεση στο ψηφιακό κέντρο, με απομακρυσμένη πρόσβαση ή με προεγκατεστημένο λειτουργικό. Μέσω του συγκεκριμένου λογισμικού και τη χρήση password, εισήχθησαν στο σύστημα συνακρόασης αριθμοί τηλεφωνικών συνδέσμων πελατών της Vodafone, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο τόσο των εισερχομένων όσο και των εξερχομένων κλήσεων να εκτρέπεται προς τα δεκατέσσερα καρτοκινητά – σκιές που λειτουργούσαν ανώνυμα.
Οι συνολικά παρακολουθούμενοι αριθμοί ήταν 107, ανάμεσα στους οποίους και εκείνοι που ανήκαν στον τότε πρωθυπουργό της χώρας Κώστα Καραμανλή, σε υπουργούς της κυβέρνησής του, σε διάφορους υπηρεσιακούς αξιωματούχους, σε συγκεκριμένους ιδιώτες και σε κάποια άγνωστα πρόσωπα.
Οι συνολικά παρακολουθούμενοι αριθμοί ήταν 107, ανάμεσα στους οποίους και εκείνοι που ανήκαν στον τότε πρωθυπουργό της χώρας Κώστα Καραμανλή, σε υπουργούς της κυβέρνησής του, σε διάφορους υπηρεσιακούς αξιωματούχους, σε συγκεκριμένους ιδιώτες και σε κάποια άγνωστα πρόσωπα.
Οι έρευνες του ανακριτή γύρω από το «Σχέδιο Πυθία 1» οδήγησαν στη διαπίστωση ότι σκοπός των δραστών φέρεται ότι ήταν η διακοπή της πολιτικής και οικονομικής προσέγγισης της Ελλάδας και της Ρωσίας, που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται με τη σύναψη διμερών και πολυμερών συμφωνιών επί σειράς θεμάτων, όπως οι αγωγοί φυσικού αερίου South Stream και I-TGI, η προμήθεια τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης τύπου BMΡ, η προμήθεια διαφόρων οπλικών συστημάτων χαμηλού κόστους και η συμμετοχή ρωσικών εταιρειών σε κρατικές προμήθειες.
Ως χαρακτηριστική περίπτωση αναφέρεται η προμήθεια του έχοντος ρωσικό λογισμικό συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών (GIS) από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει η αμέσως μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Τότε το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως προέβαλε ως αιτιολογία ότι η προμήθεια του συγκεκριμένου συστήματος δεν ήταν συμβατή με τη λειτουργική αποστολή και τις αρμοδιότητες της ΕΥΠ, με αποτέλεσμα ο σχετικός φάκελος να διαβιβαστεί στις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές και να ασκηθούν ποινικές διώξεις σε βάρος 20 στελεχών της ΕΥΠ και της Κοινωνίας της Πληροφορίας, για την πράξη της κοινοτικής απάτης, αλλά με τη διενέργεια και σχετικής πραγματογνωμοσύνης εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για όλους τους κατηγορηθέντες.
Η συγκεκριμένη υπόθεση συνδυάζεται απόλυτα και συσχετίζεται άμεσα με την κατάθεση του Αλεξάνδρου – Γεωργίου Ρόντου, ο οποίος ανέφερε ότι, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές του 2009, επισκέφθηκε την Ελλάδα εκπρόσωπος ισραηλινών συμφερόντων εταιρείας, η οποία επεδίωκε την πώληση ηλεκτρονικού συστήματος εποπτείας/προστασίας των συνόρων της χώρας, αντίστοιχου προς το προαναφερθέν σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (GIS). Ο εκπρόσωπος της ισραηλινής εταιρείας, που φερόταν ως πρώην στέλεχος των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ, συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο Ρόντο, από τον οποίο και παραπέμφθηκε για το θέμα αυτό στον τότε υπουργό Δημοσίας Τάξεως.Γενικότερα, προέκυψε ότι υπήρξε αξιοσημείωτη σύμπλευση συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων με δυσχερώς προσδιορίσιμες δυνατότητες, τα οποία απέβλεπαν στη διατήρηση του «status quo» στην περιοχή. Ειδικότερα και περισσότερο φαίνεται να ήταν ενοχλημένη η αμερικανική πλευρά, η οποία δεν εξέταζε άλλο ενδεχόμενο πλην την κατασκευής του αγωγού ΤΑΡ, ενώ προφανής και έντονη υπήρξε η επιδίωξή της να προτιμούνται προμηθευτές πολεμικού υλικού αμερικανικών συμφερόντων ή τουλάχιστον συμμαχικών των ΗΠΑ κρατών, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση των υφιστάμενων ισορροπιών. Στην επίταση του κλίματος αυτού συνέβαλε βεβαίως και η έντονα αρνητική και άκρως ενοχλητική για τους αμερικανούς στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της ένταξης της ΠΓΔΜ στους κόλπους του ΝΑΤΟ, η οποία εκδηλώθηκε στο Βουκουρέστι, ενώ ως συνέπεια – τιμωρία μπορεί να εκληφθεί και να χαρακτηριστεί ο αποκλεισμός της Ελλάδας από το πρόγραμμα VISΑ WAIVER της αμερικανικής κυβέρνησης.Οι σχετικές αμερικανικές πιέσεις ήταν πολλές και κυρίως περιγράφονται μέσα από τις καταθέσεις του Ιωάννη Βαληνάκη και του Χρήστου Φώλια, με πιο χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική τη διατυπωθείσα άποψη του τότε αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών, Matthew Bryza, ότι επιτρέπεται η Ελλάδα να έχει σχέσεις με τη Λιβύη του Καντάφι, αλλά όχι με τη Ρωσία.
Πιο συγκεκριμένα, η κατασκευή του South Stream χαρακτηριζόταν ως «αντιδραστικό» έργο και επιβαλλόταν η άμεση ματαίωσή του από παράγοντες και αμερικανικά think tank και κυρίως μέσα από μελέτη του ινστιτούτου Hudson, την οποία ουσιαστικά είχε συντάξει η Zeyno Baran, δηλαδή η τουρκικής καταγωγής σύζυγος του Matthew Bryza, ο οποίος στη συνέχεια υπήρξε πρέσβης των ΗΠΑ στο Αζερμπαϊτζάν και αργότερα ανέλαβε καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου της τουρκικής εταιρείας «Turcas Petrol», θυγατρικής της αζερικής Socar.Η απόλυτη στήριξη της αμερικανικής πλευράς προς τον αγωγό ΤΑΡ εκτιμάται ότι μεταφέρθηκε στις ελληνικές κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά τις εκλογές του 2009, άποψη που μάλλον επιβεβαιώθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα Βίκτωρ Ρέστη, ο οποίος μετά από συνάντησή του με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, τον Μάιο του 2012, στην οποία παραβρέθηκε και ο διευθύνων σύμβουλος της Socar, μετέφερε στην τότε ελληνική πολιτική ηγεσία την αμερικανική θέση επί του ζητήματος. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη του σχεδίου των προαναφερθέντων αγωγών και η δέσμευση της ελληνικής πλευράς στο σχέδιο του αγωγού ΤΑΡ, ενώ αποκλείστηκε το ενδεχόμενο προμήθειας στρατιωτικού υλικού από τη Ρωσία και παράλληλα εκδηλώθηκαν έντονες ενέργειες και πιέσεις, που αποσκοπούσαν στη δημιουργία πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και ενεργειακών σχέσεων με το Ισραήλ και με την αμέριστη υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Η συγκεκριμένη υπόθεση συνδυάζεται απόλυτα και συσχετίζεται άμεσα με την κατάθεση του Αλεξάνδρου – Γεωργίου Ρόντου, ο οποίος ανέφερε ότι, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές του 2009, επισκέφθηκε την Ελλάδα εκπρόσωπος ισραηλινών συμφερόντων εταιρείας, η οποία επεδίωκε την πώληση ηλεκτρονικού συστήματος εποπτείας/προστασίας των συνόρων της χώρας, αντίστοιχου προς το προαναφερθέν σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (GIS). Ο εκπρόσωπος της ισραηλινής εταιρείας, που φερόταν ως πρώην στέλεχος των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ, συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο Ρόντο, από τον οποίο και παραπέμφθηκε για το θέμα αυτό στον τότε υπουργό Δημοσίας Τάξεως.Γενικότερα, προέκυψε ότι υπήρξε αξιοσημείωτη σύμπλευση συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων με δυσχερώς προσδιορίσιμες δυνατότητες, τα οποία απέβλεπαν στη διατήρηση του «status quo» στην περιοχή. Ειδικότερα και περισσότερο φαίνεται να ήταν ενοχλημένη η αμερικανική πλευρά, η οποία δεν εξέταζε άλλο ενδεχόμενο πλην την κατασκευής του αγωγού ΤΑΡ, ενώ προφανής και έντονη υπήρξε η επιδίωξή της να προτιμούνται προμηθευτές πολεμικού υλικού αμερικανικών συμφερόντων ή τουλάχιστον συμμαχικών των ΗΠΑ κρατών, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση των υφιστάμενων ισορροπιών. Στην επίταση του κλίματος αυτού συνέβαλε βεβαίως και η έντονα αρνητική και άκρως ενοχλητική για τους αμερικανούς στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της ένταξης της ΠΓΔΜ στους κόλπους του ΝΑΤΟ, η οποία εκδηλώθηκε στο Βουκουρέστι, ενώ ως συνέπεια – τιμωρία μπορεί να εκληφθεί και να χαρακτηριστεί ο αποκλεισμός της Ελλάδας από το πρόγραμμα VISΑ WAIVER της αμερικανικής κυβέρνησης.Οι σχετικές αμερικανικές πιέσεις ήταν πολλές και κυρίως περιγράφονται μέσα από τις καταθέσεις του Ιωάννη Βαληνάκη και του Χρήστου Φώλια, με πιο χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική τη διατυπωθείσα άποψη του τότε αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών, Matthew Bryza, ότι επιτρέπεται η Ελλάδα να έχει σχέσεις με τη Λιβύη του Καντάφι, αλλά όχι με τη Ρωσία.
Πιο συγκεκριμένα, η κατασκευή του South Stream χαρακτηριζόταν ως «αντιδραστικό» έργο και επιβαλλόταν η άμεση ματαίωσή του από παράγοντες και αμερικανικά think tank και κυρίως μέσα από μελέτη του ινστιτούτου Hudson, την οποία ουσιαστικά είχε συντάξει η Zeyno Baran, δηλαδή η τουρκικής καταγωγής σύζυγος του Matthew Bryza, ο οποίος στη συνέχεια υπήρξε πρέσβης των ΗΠΑ στο Αζερμπαϊτζάν και αργότερα ανέλαβε καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου της τουρκικής εταιρείας «Turcas Petrol», θυγατρικής της αζερικής Socar.Η απόλυτη στήριξη της αμερικανικής πλευράς προς τον αγωγό ΤΑΡ εκτιμάται ότι μεταφέρθηκε στις ελληνικές κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά τις εκλογές του 2009, άποψη που μάλλον επιβεβαιώθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα Βίκτωρ Ρέστη, ο οποίος μετά από συνάντησή του με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, τον Μάιο του 2012, στην οποία παραβρέθηκε και ο διευθύνων σύμβουλος της Socar, μετέφερε στην τότε ελληνική πολιτική ηγεσία την αμερικανική θέση επί του ζητήματος. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη του σχεδίου των προαναφερθέντων αγωγών και η δέσμευση της ελληνικής πλευράς στο σχέδιο του αγωγού ΤΑΡ, ενώ αποκλείστηκε το ενδεχόμενο προμήθειας στρατιωτικού υλικού από τη Ρωσία και παράλληλα εκδηλώθηκαν έντονες ενέργειες και πιέσεις, που αποσκοπούσαν στη δημιουργία πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και ενεργειακών σχέσεων με το Ισραήλ και με την αμέριστη υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο προέκυψε στο πλαίσιο της ανάκρισης και μέσα από την άρση απορρήτου των επικοινωνιών για τους συνεργαζόμενους και για ένα χρονικό διάστημα συμβούλους του Γεωργιανού προέδρου Σαακασβίλι, Αλέξανδρο Ρόντο και Αριστείδη Καρατζά. Εκεί, λοιπόν, αποκαλύπτονται οι επαφές τους με τον Μεξικανό επιχειρηματία Hugo Salinas Price, συμβούλου του προέδρου του Μεξικού και ιδιοκτήτη ορυχείων αργύρου, με σκοπό την προώθηση σχεδίου (αποκαλούμενου ως «Ασημένια Δραχμή») εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την εισαγωγή νέου νομίσματος, καλυμμένου σε ποσοστό 20% από αξία μετάλλου και ειδικότερα αργύρου, που θα χορηγούσε ο συγκεκριμένος Μεξικανός προμηθευτής. Θα προέκυπτε έτσι για τη χώρα επιβάρυνση 70 δισ. ευρώ, τουλάχιστον, για την προμήθεια του καλύμματος προς έκδοση του νέου νομίσματος, στην οποία θα έπρεπε να προστεθούν επιπλέον αμοιβές συμβούλων, μεσιτών κ.λ.π.
«Λαϊκή θέληση» ή ξένος δάκτυλος
Ως προς την άκρως αινιγματική οργάνωση «Λαϊκή Θέληση», αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη οργάνωση, με καθυστέρηση ετών, ανέλαβε την ευθύνη για την ενεργοποίηση εκρηκτικού μηχανισμού στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρισας, λίγο πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δημιουργώντας εύλογο και προφανές ζήτημα σχετικά με τις συνθήκες ασφάλειας των Αγώνων και καθιστώντας για πολλούς λόγους αναγκαία την παραλαβή του συστήματος C4i. Η ίδια οργάνωση ευθύνεται για την βομβιστική επίθεση σε σημείο από το οποίο διερχόταν και χρησιμοποιούσε η πομπή ασφαλείας του τότε πρωθυπουργού, ενώ μια τρίτη ενέργειά της στρεφόταν σε βάρος εταιρείας που είχε εμπλακεί στην προμήθεια του συστήματος C4i. Δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν σαφή σύνδεση των τριών αυτών ενεργειών με την κύρια υπόθεση, αλλά διαπιστώθηκε ότι, δύο ώρες περίπου πριν από την έκρηξη, στα γραφεία της εταιρείας «Profit» βρισκόταν οι σύμβουλοι της προμηθεύτριας εταιρείας SAIC, μεταξύ των οποίων και ο ελληνοαμερικανός δικηγόρος της Σίμος Δήμας, προκειμένου να συζητηθεί το θέμα της οικονομικής διαφοράς μεταξύ των δύο εταιρειών.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στην όλη υπόθεση φαίνεται να αποτελεί η πληροφορία που περιήλθε στην ΕΥΠ από την ίδια πηγή προέλευσης, το καλοκαίρι του 2009, σύμφωνα με την οποία υπήρχε και λειτουργούσε σύστημα ασύρματων επικοινωνιών σε συγκεκριμένο σημείο της Βάρκιζας. Ο σχετικός έλεγχος και η έρευνα του ανακριτή, με τη συμμετοχή και εκπροσώπου της ΑΔΑΕ, εντόπισε κεραία ύψους 7-8 μέτρων στη συγκεκριμένη διεύθυνση, αλλά επειδή ήταν σαφές ότι τα πιθανώς ενδιαφερόμενα αντικείμενα είχαν απομακρυνθεί μετά την παρέλευση τόσων χρόνων, δεν κρίθηκαν σκόπιμες περαιτέρω σχετικές ενέργειες.
Αξιοσημείωτο και σίγουρα περίεργο γεγονός αποτελεί η αναφορά του ανακριτή για άρνηση της ΕΥΠ να παραδώσει τον φάκελο του συγκεκριμένου και βασικού πληροφοριοδότη της όλης υπόθεσης, καθώς και το περιεχόμενο και το οπτικό υλικό της υπόθεσης «Δίχτυ», που αφορούσε την αφαίρεση σημαντικού οπλισμού από την εδώ πρεσβεία του Ιράκ, επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία της ΕΥΠ και της CIA και με την αποδεδειγμένη συμμετοχή του William Basil.
Ανάμειξη ξένης υπηρεσίας στην όλη ανακριτική διαδικασία αποτελεί η αναφορά του ανακριτή ότι την 26/3/2014 επικοινώνησε μαζί του πρώην στέλεχος της ΕΥΠ ζητώντας έντονα και επίμονα συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα. Σε αυτή, το πρώην στέλεχος της ΕΥΠ αναφέρθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία του με γνωστό του στέλεχος των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, με προηγούμενη υπηρεσία στην Ελλάδα, το οποίο του ζήτησε να έλθει σε επαφή με τον ανακριτή, μεταφέροντας την άποψη ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι πλέον φιλικές και ότι η έρευνα πρέπει να σταματήσει, διότι παρεμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Τα στοιχεία του αμερικανού είναι ευχερώς εξακριβώσιμα, καθόσον είναι ένα από τα δύο πρόσωπα που είχαν συλληφθεί στο περίεργο και μη διερευνηθέν περιστατικό της οδού Μηθύμνης, το Νοέμβριο του 1993, με συνέπεια να απελαθεί άμεσα από τη χώρα μας.
Η συγκεκριμένη υπόθεση προέκυψε από την παρατηρητικότητα, την ξεχωριστή ικανότητα διερεύνησης και την αναμφίβολη επιμονή του ανακριτή Δημητρίου Φούκα. Σύμφωνα με το δημοσιευμένο στον ιστότοπο Wikileaks τηλεγράφημα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, υπήρχε η δυνατότητα από μέλη της διπλωματικής αποστολής να αντλήσουν πληροφορίες (ενδιαφέροντος και αρμοδιότητας της ΕΥΠ) που θα ενδιέφεραν την Αμερική από στελέχη της ΕΥΠ. Τα στελέχη αυτά, σύμφωνα με την πρεσβεία των ΗΠΑ, χαρακτηρίζονταν «δυσαρεστημένοι» και «επιρρεπείς» σε διαρροές, σε συνδυασμό με τη διακοπή λειτουργίας του παρείσακτου λογισμικού, μέσω του οποίου πραγματοποιούνταν οι τηλεφωνικές υποκλοπές στο δίκτυο της Vodafone.
Η πληροφορία αυτή κρίθηκε ιδιαίτερα ευαίσθητη, καθώς έπαιζε σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της δυνατότητας πληροφόρησης άλλων υπηρεσιών και κρίθηκε σκόπιμος ο έλεγχος της ουσιαστικής βασιμότητας των αναφερομένων στο συγκεκριμένο τηλεγράφημα.
Η πληροφορία αυτή κρίθηκε ιδιαίτερα ευαίσθητη, καθώς έπαιζε σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της δυνατότητας πληροφόρησης άλλων υπηρεσιών και κρίθηκε σκόπιμος ο έλεγχος της ουσιαστικής βασιμότητας των αναφερομένων στο συγκεκριμένο τηλεγράφημα.
Το θέμα απασχόλησε και τη Βουλή των Ελλήνων, σε διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά οι απαντήσεις των ερωτηθέντων υπουργών Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ουδέν ουσιαστικό και αξιοποιήσιμο προσέφεραν. Από την περαιτέρω έρευνα, όμως, προέκυψαν πληροφορίες σχετικές με τη διοχέτευση απόρρητων εγγράφων της ΕΥΠ, εκ μέρους δύο κατονομαζομένων υπαλλήλων της Υπηρεσίας, σε μη δικαιούμενα να τα κατέχουν πρόσωπα και με πιθανούς τελικούς αποδέκτες στελέχη ξένης υπηρεσίας πληροφοριών.
Πιο συγκεκριμένα και μέσα από την ανακριτική διαδικασία, προέκυψε ότι, εντός του έτους 2005 και σε χρόνο που απείχε λίγους μήνες από τη διακοπή των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων στη Vodafone, οι υπάλληλοι της ΕΥΠ και κατηγορούμενοι Θ. Σπ. Και Α. Πατ., είχαν πρόσβαση σε έγγραφα και ειδήσεις που τα συμφέροντα της Πολιτείας επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα σε ξένη κυβέρνηση και τα οποία απευθύνονταν στον πρωθυπουργό και τους υπουργούς Εξωτερικών, Δημοσίας Τάξεως και Εθνικής Άμυνας και στα οποία συμπεριλαμβάνονταν πληροφορίες και ειδήσεις οι οποίες αφορούσαν στην ασφάλεια και τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας.
Σύμφωνα με το πόρισμα, τα απόρρητα αυτά έγγραφα τα παρέδωσαν σε μη δικαιούμενα να τα κατέχουν πρόσωπα και συγκεκριμένα στον τότε βουλευτή Μιχαήλ Καρχιμάκη, κατηγορούμενο επίσης, ο οποίος «είχε προκαλέσει αυτούς την απόφαση να τελέσουν την ως άνω πράξη». Όπως αναφέρεται, εξάλλου, στη δικογραφία, υπάρχει κασέτα με συναίνεση της καταγραφής της συνομιλίας και από τη μια κατηγορουμένη, η οποία ομολογεί την τέλεση της πράξεως από κοινού με τον κατηγορούμενο συνάδελφό της, δηλαδή την παράδοση των εγγράφων στον Μ. Καρχιμάκη και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεκόπησαν αυτές οι ενέργειες. Στη συνέχεια διενεργήθηκε έρευνα στην κατοικία του κ. Καρχιμάκη, όπου δεν ανευρέθησαν τα συγκεκριμένα έγγραφα, αλλά ευρέθηκαν και κατασχέθηκαν άλλα, στρατιωτικής φύσεως και περιεχομένου έγγραφα, καθώς και χειρόγραφες σημειώσεις, από τις οποίες προκύπτουν επαφές του με υπαλλήλους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Σύμφωνα με το πόρισμα, τα απόρρητα αυτά έγγραφα τα παρέδωσαν σε μη δικαιούμενα να τα κατέχουν πρόσωπα και συγκεκριμένα στον τότε βουλευτή Μιχαήλ Καρχιμάκη, κατηγορούμενο επίσης, ο οποίος «είχε προκαλέσει αυτούς την απόφαση να τελέσουν την ως άνω πράξη». Όπως αναφέρεται, εξάλλου, στη δικογραφία, υπάρχει κασέτα με συναίνεση της καταγραφής της συνομιλίας και από τη μια κατηγορουμένη, η οποία ομολογεί την τέλεση της πράξεως από κοινού με τον κατηγορούμενο συνάδελφό της, δηλαδή την παράδοση των εγγράφων στον Μ. Καρχιμάκη και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεκόπησαν αυτές οι ενέργειες. Στη συνέχεια διενεργήθηκε έρευνα στην κατοικία του κ. Καρχιμάκη, όπου δεν ανευρέθησαν τα συγκεκριμένα έγγραφα, αλλά ευρέθηκαν και κατασχέθηκαν άλλα, στρατιωτικής φύσεως και περιεχομένου έγγραφα, καθώς και χειρόγραφες σημειώσεις, από τις οποίες προκύπτουν επαφές του με υπαλλήλους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Ο ανακριτής αναφέρει ακόμα ότι δεν κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί αν τα επίμαχα και άκρως ευαίσθητα έγγραφα της ΕΥΠ, που περιήλθαν στην κατοχή του κατηγορουμένου Μιχάλη Καρχιμάκη, διακινήθηκαν περαιτέρω.
Αναμφισβήτητα, η συγκεκριμένη, ογκώδης και ίσως πλέον σύνθετη, σημαντική και ευαίσθητη δικογραφία της ελληνικής μεταπολιτευτικής περιόδου, αγγίζει και θίγει στεγανά και επιχειρησιακά στοιχεία υπηρεσιών πληροφοριών, ενώ συγχρόνως αποκαλύπτει σχεδιασμούς και πολιτικές, που όχι μόνο επηρεάζουν και καθορίζουν σχέσεις και εξαρτήσεις χωρών, αλλά δημιουργούν και ποικίλους προβληματισμούς στον κάθε Έλληνα. Πέρα από όλα αυτά και μέσα από τα αποκαλυφθέντα στοιχεία, προκύπτει σωρεία ερωτηματικών και ευθυνών προς πολλές κατευθύνσεις, ενώ αρμόδιοι φορείς και υπηρεσίες και προπαντός η ελληνική Δικαιοσύνη εμφανίζονται να αδιαφορούν ή να αποφεύγουν σκοπίμως να ασχοληθούν με αυτά, όπως επιτάσσει το καθήκον και επιβάλλει η συνείδησή τους.
Ξεκινώντας από το σκάνδαλο των υποκλοπών και ανεξάρτητα ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτό ή συνέβαλαν σε αυτό, ουδέποτε και από κανέναν εγκαλέσθηκε τόσο η Vodafone, όσο και η τότε ΤΙΜ, για άρνηση εκτέλεσης εισαγγελικών παραγγελιών, με βάση την προφανώς σκόπιμη απόκρυψη ελαχίστων, αλλά επιλεκτικά καθοριστικών για την αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης στοιχείων, τα οποία αν είχαν γίνει γνωστά στη διεξάγουσα την, κατόπιν κυβερνητικής απόφασης, μυστική έρευνα της ΕΥΠ, μάλλον σίγουρα θα είχαν εντοπιστεί οι δράστες και ίσως να συλλαμβάνονταν τόσο οι ίδιοι όσο και οι τυχόν συναυτουργοί τους. Επιπρόσθετα και κατά ανεξήγητο, αλλά διερευνήσιμο λόγο, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση, προσπαθούσε, ενδεχομένως σκοπίμως και δολίως, να αποπροσανατολίσει Μέσα Ενημέρωσης και κοινή γνώμη, επιδιώκοντας επίμονα, ανεύθυνα και θρασύτατα να αποδώσει εμπλοκή της ίδιας της ΕΥΠ στην υπόθεση των υποκλοπών. Και αυτό διότι η ελληνική μυστική υπηρεσία δεν διέθετε τότε ούτε καν την ελάχιστη δυνατότητα παρακολούθησης των επικοινωνιών κινητής τηλεφωνίας, αποτρέποντας συγχρόνως να διαφανεί η παραμικρή υποψία εμπλοκής των πραγματικών δραστών. Αντίθετα, η τότε ΑΔΑΕ, με πρόεδρο τον κινούμενο στο στενό περιβάλλον της οικογένειας Παπανδρέου, Ανδρέα Λαμπρινόπουλο, απολάμβανε ιδιαίτερης μεταχείρισης και προβολής, εστιάζοντας και στον αρχικό αποκλεισμό της από την έρευνα των υποκλοπών, αποδίδοντάς της παράλληλα ξεχωριστές δυνατότητες και ικανότητες, οι οποίες, όμως, ουδόλως επαληθεύτηκαν στη συνέχεια. Η περίφημη ΑΔΑΕ, όταν με όλα τα διαθέσιμα μέσα και τις δυνατότητες για κάθε φύσεως έρευνες, ούτε καν προσέγγισε τις σχετικές αποκαλύψεις του εισαγγελέα Δημητρίου Δασούλα και κυρίως του ανακριτή Δημητρίου Φούκα.
Ωστόσο, ως προς το «Σχέδιο Πυθία 1», κανένα μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου και ουδείς κομματικός μηχανισμός, αλλά ούτε η Δικαιοσύνη και βεβαίως τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, κατήγγειλαν ή ασχολήθηκαν με το σκέλος της διαρροής και της δημοσίευσης στο περιοδικό «Επίκαιρα» των άκρως απορρήτων εγγράφων της ΕΥΠ, με δεδομένη βεβαίως και τη δυνατότητα εστίασης της έρευνας προς εντοπισμό της διαρροής σε περιορισμένο αριθμό ατόμων στους κόλπους της ΕΥΠ, ούτε εστίασαν στο γεγονός της διαρροής και μέχρι που έφτασε αυτή.
Ουδείς πολιτικός επέμεινε στην καταγγελία και βεβαίως κανένας εισαγγελικός λειτουργός δεν ασχολήθηκε με το περιεχόμενο δημοσιευθέντων στο Wikileaks απορρήτων τηλεγραφημάτων της εδώ αμερικανικής πρεσβείας, στα οποία ο Γιώργος Παπανδρέου εμφανιζόταν ότι θα προωθούσε τα αμερικανικά συμφέροντα με τον καλύτερο τρόπο. Ούτε κανείς ενδιαφέρθηκε όταν ο υπουργός Δημόσιας Τάξεως αποκάλυπτε και χαρακτήριζε, προσβλητικά, ανεπίτρεπτα και με υποτακτική διάθεση, τη δομή και την αποτελεσματικότητα της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας στον αμερικανό πρέσβη. Ανάλογοι, εθνικά ανεπίτρεπτοι και άκρως υποτιμητικοί για το προσωπικό της συγκεκριμένης Υπηρεσίας, θεωρούνται και οι χαρακτηρισμοί του διοικητή της, το ίδιο χρονικό διάστημα, προς τον ίδιο πρέσβη.
Από τους κόλπους και τα στεγανά της ΕΥΠ έχουν διαρρεύσει κατά καιρούς αρκετά και ευαίσθητα στοιχεία, αλλά η Διοίκησή της αρνήθηκε στη Δικαιοσύνη τη χορήγηση φακέλων και στοιχείων (όπως η υπόθεση «Δίχτυ», ο φάκελος του πληροφοριοδότη για το «Σχέδιο Πυθία 1», φωτογραφικό υλικό κ.λ.π.) για μία τόσο σοβαρή, ακόμα και για τα εθνικά μας συμφέροντα, υπόθεση. Συγχρόνως, όμως, τα ίδια και ίσως περισσότερα στοιχεία διέρρευσαν επιλεκτικά προς συγκεκριμένους δημοσιογράφους, χωρίς αυτό να απασχολεί ούτε την ίδια τη Διοίκηση της Υπηρεσίας, που αρνήθηκε να διευκολύνει το έργο του ανακριτή, αλλά και, πολύ περισσότερο, κανέναν εισαγγελικό λειτουργό.
Αλήθεια, πως μπορεί να ερμηνευτεί και πως δικαιολογείται η γενική αδιαφορία των αρμοδίων Αρχών και υπηρεσιών απέναντι στη διαρροή της κωδικής ονομασίας (ΘΣ-13) του βασικού πληροφοριοδότη του «Σχεδίου Πυθία 1» και πολλά στοιχεία του φακέλου του, όπως και ποιος ήταν εκείνος που έδωσε τα πραγματικά στοιχεία τόσο του πληροφοριοδότη όσο και του χειριστή του, σε συγκεκριμένο δημοσιογράφο, ο οποίος τους προσέγγισε και επεδίωξε επαφή και σχετική πληροφόρηση εκ μέρους τους, όπως αναφέρεται σε σχετικό ρεπορτάζ περιοδικού του ίδιου δημοσιογράφου, ενώ ο ανακριτής της υπόθεσης αγνοήθηκε για άγνωστους, αλλά ενδεχομένως για κάποιους, συγκεκριμένους και διερευνήσιμους λόγους;
Ποια η αντίδραση των διοικήσεων της ΕΥΠ και των πολιτικών της προϊσταμένων υπουργών απέναντι στις συγκεκριμένες διαρροές και στη θεμελιώδη υποχρέωσή τους να προστατεύουν, ως κόρη οφθαλμού, τις πηγές και τους πράκτορες της Υπηρεσίας;
Γιατί η Ελληνική Δικαιοσύνη δηλώνει πάλι απούσα από το τόσο σοβαρό αυτό θέμα, παρά τα συνεχή δημοσιεύματα και τις αναφορές, ακόμα και σε δικαστικές αίθουσες, όπου εκδικάζονταν, με πρωτοβουλία και κατηγορίες των ίδιων Διοικήσεων της ΕΥΠ, ήσσονος και μάλλον ευτελούς σημασίας υποθέσεις της Υπηρεσίας;
Ως θρασύτατη και άκρως προκλητική προσπάθεια επηρεασμού της ελληνικής Δικαιοσύνης μπορεί να χαρακτηριστεί η αναφορά του ανακριτή για μήνυμα στελέχους αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, προκειμένου να μην προχωρήσουν οι έρευνες στην όλη υπόθεση, με το επιχείρημα ότι παρεμποδίζεται η περαιτέρω ανάπτυξη των καλών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Το μήνυμα φέρεται να μετέφερε πρώην στέλεχος της ΕΥΠ, το οποίο εμφανίζεται να διατηρεί επικοινωνία με τον ενεργό αμερικανό αξιωματούχο, ο οποίος υπηρέτησε και στην Ελλάδα και ήταν ένας από τους δύο αμερικανούς που συνελήφθησαν στο περίεργο και ανεξιχνίαστο περιστατικό της οδού Μηθύμνης το 1993, με συνέπεια να απελαθεί από την Ελλάδα.
Τα ερωτήματα και σε αυτή την περίπτωση είναι πολλά, αλλά και πάλι εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν φαίνεται να έχει ασχοληθεί ούτε η ΕΥΠ, ούτε ο πολιτικός της προϊστάμενος υπουργός και ούτε βεβαίως η τυφλή –μάλλον και «κουφή»- ελληνική Δικαιοσύνη. Η ΕΥΠ έχει εντοπίσει ποιο είναι το πρώην στέλεχός της;
Πώς δημιουργήθηκε η γνωριμία και πως διατηρείται αυτή για τόσα χρόνια μεταξύ του πρώην στελέχους της ελληνικής υπηρεσίας με τον αξιωματούχο των αμερικανικών υπηρεσιών, που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μας ως ανεπιθύμητο πρόσωπο και για παράνομες δραστηριοποιήσεις;
Πότε έγινε η γνωριμία; Είχε την αρμοδιότητα και τη σχετική άδεια από την Υπηρεσία του να συνάψει τη γνωριμία με τον αμερικανό αξιωματούχο; Ο αμερικανός αξιωματούχος ανήκε στους εξουσιοδοτημένους αξιωματούχους ή στους συνδέσμους για επαφή και συνεργασία με την ΕΥΠ; Αυτό δεν πρέπει να συνέβαινε, αφού ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, ο αείμνηστος Λεωνίδας Βασιλακόπουλος, φερόταν να μην γνώριζε την ακριβή και πραγματική ιδιότητα των δύο συλληφθέντων στην οδό Μηθύμνης, οπότε το γεγονός λαμβάνει πρόσθετες και σοβαρότερες διαστάσεις. Με δεδομένη την υποχρέωση του κάθε στελέχους της ΕΥΠ για ισόβια δέσμευση του απορρήτου και της αποφυγής έκθεσης σε αντίπαλο, με τη διαχρονική άδεια και εξουσιοδότηση ποίου διατηρεί ακόμα σχέσεις με τον ενεργό αμερικανό αξιωματούχο; Το αρμόδιο τμήμα της ΕΥΠ γνωρίζει αυτή τη σχέση;
Μήπως το πρώην στέλεχος της ΕΥΠ δεν έχει και δεν διατηρεί ουδεμία σχέση και επικοινωνία με τον συγκεκριμένο αμερικανό, αλλά απλώς χρησιμοποιήθηκε από κάποιο άλλο πρόσωπο, που βεβαίως κάτι θα το συνδέει με το αμερικανικό στοιχείο;
Ασφαλώς και μπορούν να προστεθούν πολλά ακόμα σημαντικά ερωτήματα… ή μήπως και περισσότερα;
Πηγή περιοδικό «Crash» (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2017)
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιοι σκότωσαν τον Κώστα Τσαλικίδη?
ΑπάντησηΔιαγραφή