Ίσως το πρώτο πρόσωπο της Ελληνικής φιλοσοφίας που ασχολήθηκε συστηματικά με την
πνευματική άσκηση, δηλαδή την
πνευματική εκγύμναση
είναι ο Σωκράτης. Οι πηγές παρουσιάζουν τον Σωκράτη σαν κάποιον που δεν
απέρριπτε εν γένει την ευτυχία και τις απολαύσεις της ζωής, αρκεί όλα
αυτά να μην ήταν εμπόδιο για κάποιον να ακολουθήσει μία ενάρετη ζωή και
να γνωρίσει τον αληθινό εαυτό του.
Σε αυτό το σημείο διαφέρει αρκετά από τους μεταγενέστερους φιλοσόφους
των Ελληνιστικών χρόνων, οι οποίοι πίστευαν ότι για να αποδείξει την
αξία του ένας φιλόσοφος έπρεπε ακόμα και να επιδιώκει τα βάσανα και τα
μαρτύρια τόσο στο σώμα όσο και στη ψυχή του.
Στον
Φαίδωνα, ο Σωκράτης αναλύει σε μεγάλο βαθμό τι ακριβώς
εμπεριέχει ένας ασκητικός τρόπος ζωής ο οποίος αποφεύγει να εκδηλώνεται
με ακραίο και σφοδρό τρόπο, μία αντίληψη που είναι αρκετά διαδεδομένη
στο σύγχρονο κόσμο. Δεν αναφέρει ότι ο φιλόσοφος θα πρέπει να απορρίπτει
τις ανέσεις της ζωής, αλλά ούτε και να είναι δέσμιός τους. Ένας
φιλόσοφος δεν θα πρέπει να έχει το μυαλό του στην τροφή και το ποτό,
αλλά φυσικά χρειάζεται να φάει όσο πρέπει.
Ο Σωκράτης δεν είχε κάτι εναντίον της φυσικής ανάγκης
του ανθρώπου να τραφεί ή να πιει, ή στην εγγενή τάση του ανθρώπου προς
την ηδονή. Καυτηρίαζε όμως την ευχαρίστηση που επιδιώκει κάποιος να
εισπράξει ικανοποιώντας κάθε μορφής ανάγκη ανάγοντας την ίδια την ηδονή
σαν εκείνο τον ρυθμιστικό παράγοντα όλων των ανθρώπινων επιλογών και
πράξεων φθάνοντας να την εξορθολογήσει για να εξυπηρετήσει προσωπικούς
σκοπούς .
Στον ίδιο δρόμο σκέψης, ο φιλόσοφος θα πρέπει να είναι αποσπασμένος
από τις απολαύσεις, είτε αυτές μεταφράζονται σε ένα ζευγάρι καινούρια
σανδάλια είτε στην ίδια την επιθυμία της κάθε είδους απόλαυσης, καθώς η
κατάχρηση της ίδιας της επιθυμίας εγκυμονούσε σύμφωνα με τον Σωκράτη
πολλούς κινδύνους για την υποδούλωση της ψυχής στο σώμα.
Όμως ακόμα και σήμερα είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι ο
φιλοσοφημένος τρόπος ζωής ή διαφορετικά ο τρόπος ζωής ενός πολεμιστή,
ενός ασκητή είναι ασύμβατος και ξένος προς την ανθρώπινη φύση.
Φαινομενικά μία τέτοια στάση ζωής ερμηνεύεται από το σύγχρονο άνθρωπο
σαν αρρωστημένη ή και ακόμα εχθρική προς τη ζωή—θα αναλύσουμε αργότερα
γιατί—αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο φιλόσοφος δεν είναι αποσπασμένος
από τις απολαύσεις της ζωής ακολουθώντας επιταγές ηθικής που τις
επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του ή τις επιβάλλουν σε αυτόν. Απλά είναι
εστιασμένος σε διαφορετικά πράγματα χωρίς όμως να προσκολλάται σε αυτά.
Στην ίδια διαστρεβλωμένη οπτική κατέταξε ο Δυτικός πολιτισμός τον
Βουδισμό και τη διδασκαλία του προβάλλοντάς τον σαν μία εκκεντρική
συμπεριφορά απέναντι στον σύγχρονο κόσμο που φθάνει να γίνεται παθητική
και αδρανής. Ο Julius Evola, ιδιαίτερα στο έργο του
“Η Διδασκαλία της Αφυπνίσεως” [
La Dottrina del Risveglio]
αποδεικνύει με επιτυχία ότι όχι μόνο ότι αυτές οι προσεγγίσεις δεν
είναι ορθές, αλλά και καταφέρνει με άμεσο τρόπο να αποδώσει το
πραγματικό νόημα του ασκητισμού/άσκησης, μία τόσο ευάλωτη και
παρεξηγημένη λέξη από εκείνους που παρατηρούν το Βουδισμό μόνο
εξωτερικά.
Είναι κυρίαρχη η εικόνα εκείνη του Σωκράτη, όσο και του Βουδιστή
μοναχού που παρουσιάζονται ο πρώτος ξυπόλυτος, ρακένδυτος και
εκκεντρικός να φιλοσοφεί όλη μέρα στην Αγορά και ο δεύτερος ενδεδυμένος
με τον πορτοκαλί μανδύα του να παρακαλεί για το φαγητό του.
Μέσα όμως σε αυτές τις συμπεριφορές κρύβεται κάτι πολύ περισσότερο
από μία φαινομενική και κακώς νοούμενη αδιαφορία. Τηρουμένων των
αναλογιών και χωρίς καμία διάθεση ταύτισης μεταξύ της συμπεριφοράς του
Σωκράτη και των εννοιών του Βουδισμού θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε
μερικές από τις πτυχές που αφορούν το πρωταρχικό και αυθεντικό
περιεχόμενο της λέξης άσκησης/ασκητισμού που φαίνονται ότι μοιράζονται
εξίσου (Σωκράτης και Βουδισμός).
Σε καμία περίπτωση δεν υπονοούμε ότι τα θεμελιώδη στοιχεία ενός
ολοκληρωμένου συστήματος άσκησης είτε θα εξαντληθούν εδώ είτε ότι αυτά
αποτελούν μονοπώλιο της σωκρατικής άσκησης και της Ανατολής καθώς
εμφανίζονται και μπορούν να αναγνωριστούν και σε άλλες παραδόσεις, όπως
στον σαμανισμό.
Η αξία του ασκητισμού, επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε είναι δυνατόν να
ειδωθεί μέσα από ένα ευρύτερο πρίσμα θεώρησης του σύμπαντος,
απελευθερωμένος τόσο από εκείνες τις σύγχρονες προσεγγίσεις που τον
παρουσιάζουν σαν εκκεντρικό και παθητικό, όσο και από κάθε μορφή
θρησκευτικής διάκρισης. Στη
“Διδασκαλία της Αφυπνίσεως” ο
Evola επιχειρεί να παρουσιάσει αυτό που θεωρεί το αυθεντικό μήνυμα της
διδασκαλίας του Βουδισμού σαν το Άρειο ασκητικό μονοπάτι που είναι ο
προορισμός του πνευματικού “πολεμιστή” ο οποίος αναζητά την απελευθέρωσή
του από αυτόν τον δεσμευτικό κόσμο.