Τα πρόσφατα γεγονότα στο Κίεβο της Ουκρανίας, όπου συναντιούνται οι
γεωπολιτικές επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων με τις ανυπέρβλητες εσωτερικές
κοινωνικές και εθνοτικές διαφορές, κάνουν επίκαιρο το αφιέρωμα για τους Έλληνες
της Ουκρανίας που έγινε την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014 στην“Καθημερινή“.
Οι Ελληνες της Ουκρανίας
ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ*
Δεκέμβριος 1994, Μαριούπολη. Οι Ελληνες της Μαριούπολης υποδέχονται μια
μεγάλη ελλαδική αντιπροσωπεία.
Η Ουκρανία είναι η μόνη χώρα σήμερα στον κόσμο όπου υπάρχουν ακόμα
σημαντικές κοινότητες των Ελλήνων (150.000 περίπου), oι οποίες διατηρούν πλήρη
κοινωνική δομή, διαθέτουν «αγροτική ενδοχώρα» και έχουν τη συνείδηση της
εντοπιότητας. Σε αντίθεση με τη δυτική ελληνική διασπορά, η οποία είναι πολύ πιο
πρόσφατη και έχει «αστικά» χαρακτηριστικά, αυτή που διατηρήθηκε στον χώρο της
Σοβιετικής Ενωσης υπήρξε προϊόν ιστορικών διεργασιών που είχαν μεγάλο χρονικό
βάθος. Ειδικά οι Ελληνες της Ουκρανίας με μητροπολιτικό κέντρο την Κριμαία –την
Ταυρική των αρχαίων Ελλήνων και την Περατεία των Βυζαντινών– αποτελούν τον
αρχαιότερο λαό που κατοίκησε στα εδάφη αυτά, πολύ πριν από την έλευση των
Τατάρων και των σλαβικών φύλων. Η αίσθηση της εντοπιότητας αποκτήθηκε εξαιτίας
αυτού του χρονικού βάθους και η ιστορική αυτή σχέση επέτρεψε τη δημιουργία μιας
ελληνικής αγροτικής ενδοχώρας. Ακόμα και οι μετανάστες των επόμενων ιστορικών
περιόδων εγκαθίσταντο σε περιβάλλον όπου επικρατούσε η ομογένεια, με αποτέλεσμα
και οι νέες εγκαταστάσεις να αποκτούν χαρακτηριστικά κοινοτήτων με ολοκληρωμένη
δομή.
Αντίστοιχο φαινόμενο μ’ αυτό της Ουκρανίας, αλλά αρκετά
μικρότερης έκτασης εξαιτίας των μετασοβιετικών συνθηκών, επιβιώνει ακόμα σε
κάποιες χώρες του Καυκάσου (Γεωργία, Αρμενία) και στη Νότια Ρωσία (περιοχές του
Κρασνοντάρ και της Σταυρούπολης). Είναι πολλοί οι λόγοι που η ελληνική διασπορά
της Ουκρανίας διατήρησε την αριθμητική της ζωτικότητα κατά τη σκληρή
μετασοβιετική εποχή και διασώθηκε από τη μετανάστευση στον ελλαδικό βαλκανικό
Νότο. Πρωτίστως, αυτό οφείλεται στην απουσία σχέσεων με τον ελλαδικό χώρο, κάτι
που δεν συνέβαινε με τις υπόλοιπες Σοβιετικές Δημοκρατίες, όπου οι Ελληνες των
περιοχών διατηρούσαν την επαφή μέσω των ελλαδικών Ποντίων. Επίσης στις περιοχές
των Ελλήνων της Ουκρανίας δεν εμφανίστηκαν φαινόμενα διεθνοτικών πολέμων, όπως
στον Καύκασο (Αμπχαζία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Τσετσενία), ούτε υπήρξε η αίσθηση της
εκτόπισης σε άξενους τόπους, όπως υπήρχε στις ελληνικές κοινότητες της Κεντρικής
Ασίας (Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιζία, Τουρκμενιστάν).
Ομως οι πρόσφατες εξελίξεις με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό των μεγάλων
δυνάμεων για τη διεκδίκηση της Ουκρανίας και η πυροδότηση ακραίων εθνικιστικών
συναισθημάτων από τα διάφορα ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους τμήματα της
μετασοβιετικής ελίτ, που ανδρώθηκε με την κλοπή του δημόσιου πλούτου,
δημιουργούν ένα ανησυχητικό περιβάλλον.
Αδιάλειπτη παρουσία στην Κριμαία εδώ και 27 αιώνες
Η ελληνική μητρόπολη της περιοχής υπήρξε η χερσόνησος της Κριμαίας. Οι πρώτες
ελληνικές εγκαταστάσεις (Παντικάπαιον, Νυμφαίον, Θεοδοσία, Χερσόνησος κ.ά.)
δημιουργήθηκαν, κυρίως από Ιωνες, στα τέλη του 7ου – αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα. Η
Χερσόνησος θα παραμείνει απρόσβλητη κατά την εποχή των νομαδικών μετακινήσεων
που χαρακτήρισαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα και θα ενταχθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
έως τον 14ο αιώνα που θα καταληφθεί από τους Τατάρους και θα ενταχθεί στο
τουρκικό Χανάτο της Κριμαίας (Qrm Yurtu), που ήταν υποτελές στους Οθωμανούς. Τα
νότια εδάφη της Κριμαίας θα ενσωματωθούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το
τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος που υποτάχθηκε υπήρξε το Πριγκιπάτο των
Θεοδώρων που ιδρύθηκε το 1204 από απογόνους του Θεόδωρου Γαβρά και συνυπήρχε για
πολύ καιρό με το ταταρικό Χανάτο. Τον Δεκέμβριο του 1475 το Φρούριο των
Θεοδώρων, που βρισκόταν επί του όρους Μαγκούπ (30 χιλιόμετρα από τη Σεβαστούπολη
και 15 από τη Χερσώνα), θα πέσει στα χέρια των Οθωμανών παρά τη γενναία άμυνα
του Αλέξανδρου Γαβρά, έπειτα από εξάμηνη πολιορκία.